λουράκι

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398

Greek Monolingual

το
μικρό και στενό λουρί, μικρός ιμάντας («το λουράκι του ρολογιού μου το άλλαξα με αλυσίδα»).