λυκόδοντες
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
Greek (Liddell-Scott)
λῠκόδοντες: οἱ, = κυνόδοντες, Γαλην. περὶ χρείας τῶν Μορίων 11. 1.
German (Pape)
οἱ, die Wolfszähne, = κυνόδοντες, Galen.