λυμάχη

English (LSJ)

ἡ εἰς διαφθορὰν λύπη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λῡμάχη: ἡ, = λύμη, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λυμάχη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ εἰς διαφθορὰν λύπη καὶ ὕβρις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, = λύμασις, Hesych.