λυσσίατρος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

ο
γιατρός που εργάζεται σε λυσσιατρείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].