λυχνικός

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source

Greek (Liddell-Scott)

λυχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς λύχνους, λυχνικ. ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, ἑσπερινοὶ ψαλμοὶ καὶ προσευχαί, Ἐπιφαν. ΙΙ, 829A, κλ.· ― ὡς οὐσιαστ. λυχνικόν, τό, ἡ ὥρα, καθ’ ἣν ἀνάπτονται οἱ λύχνοι ἐν τῷ ναῷ κατὰ τὸν ἑσπερινόν, Λατ. hora lucernaris, ὅτε ψάλλεται ὁ προοιμιακὸς ψαλμός, Παλλαδ. Λαυσ. 1100Β, Κύριλλ. Σκυθ. ἐν Βίῳ Σάβ. 325A, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λυχνικός, -ή, -όν) λύχνος
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυχνικό(ν)
σύντομη ακολουθία εσπερινού με ειδικές ευχές και ύμνους για την ευλογία τών λύχνων και τών φώτων
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λύχνο ή στη λυχνία
2. αυτός που αναφέρεται στην ώρα του εσπερινού.