λωβάδα

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

λωβάδα, ἡ (Μ)
λέπρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. -άδα].