τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
λόγχα spear πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ i. e. spearsmanship (N. 8.30) χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ (N. 10.60) ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163.
λόγχα: ἡ дор. = λόγχη.