μέλων

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

French (Bailly abrégé)

part. de μέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μέλων: «ἀρέσκων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μέλων (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀρέσκων».