ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
part. de μέλω.
μέλων: «ἀρέσκων» Ἡσύχ.
μέλων (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἀρέσκων».