Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
η (Α μήκυνσις) μηκύνω
(στην προσωδία) η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η επέκταση
νεοελλ.
η επιμήκυνση, το μάκρεμα.