μαίτυς
From LSJ
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
Greek (Liddell-Scott)
μαίτυς: Κρητικ. ἀντὶ μάρτυς, αἰτ. πληθ. μαιτύρανς, ἐπιγραφ. ἐν Hell. J., τ. 13, σ. 50, 52, κτλ.
Greek Monolingual
μαίτυς, -υρος, ὁ (Α)
μάρτυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίτυς αντί μάρτυς από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -ρ- ανομοιωτικά προς το ακολουθούν -ρ- («υποχωρητική ανομοίωση») εξασθενώθηκε σε -ι-: μάρτυρος > μαίτυρος > μαίτυς.