μαγγανάρης

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

ο (AM μαγγανάριος, Μ και μαγγανάρις)
(στο Βυζάντιο) μηχανικός που κατασκεύαζε τις αμυντικές πολεμικές μηχανές οι οποίες έριχναν βέλη ή πέτρες, τα μάγγανα
νεοελλ.
1. αυτός που κατασκευάζει μάγγανα, δηλ. γερανούς
2. αυτός που εργάζεται σε μάγγανο, σε βαρούλκο
μσν.-αρχ.
μάγος
αρχ.
μηχανικός, μηχανουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανον + κατάλ. -άρης].