μαγειρειά

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420

Greek Monolingual

και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) μαγειρεύω
μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό
νεοελλ.
η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια»)
νεοελλ.-μσν.
το περιεχόμενο ενός μαγειρικού σκεύους, το παρασκευασμένο φαγητό.