μαιευτήρας

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ο, η, θηλ. μαιεύτρια
γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα -τήρ (> -τήρας)].