μαλτσίνα

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

και μαντσίνα, η
ναυτ. λαϊκή ονομασία της ιστοθέτιδας, της μηχανής με την οποία ιστοθετούνται τα ιστιοφόρα, δηλαδή τοποθετούνται κατάρτια πάνω στο σκάφος.