μανέλα

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

Greek Monolingual

η
1. μοχλός, στρόφαλος
2. λοστός
3. αναφορέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maniglia].