μαντίλια

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

η
δαντελένια ή πλεκτή εσάρπα, καλύπτρα για το κεφάλι και τους ώμους, εξάρτημα της παραδοσιακής ενδυμασίας τών Ισπανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. mantilla].