μαρκούτσι
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Greek Monolingual
το
1. η δερμάτινη καπνοσύρριγγα του ναργιλέ
2. (κατ' επέκτ.) κάθε μακρόστενο αντικείμενο
3. μαστίγιο, βούρδουλας
4. εξάρτημα, μαραφέτι
5. μτφ. πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marpus].