μαρξιστικός

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό μαρξιστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαρξισμό ή στον μαρξιστή.