ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
μαστρωπός: μαστρωπεία, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ μαστροπ-.
= μαστροπός.