μαστρωπός

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαστρωπός: μαστρωπεία, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ μαστροπ-.

German (Pape)

μαστροπός.