μαυρέας

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

μαυρέας, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρη όψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. -έας (πρβλ. μαζέας)].