μαυρέας

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

μαυρέας, ὁ (Μ)
αυτός που έχει μαύρη όψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + κατάλ. -έας (πρβλ. μαζέας)].