μαχήσομαι

From LSJ

πίστις εἰσάξει, ἡ πεῖρα διδάξει → faith shall lead you, experience shall teach you

Source

French (Bailly abrégé)

f. poét. de μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχήσομαι: эп. fut. к μάχομαι.