μαχανίτις

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

μαχανῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
προσωνυμία της Αφροδίτης και της Αθηνάς στη Μεγαλόπολη («τὴν δὲ ἐπίκλησιν τῇ θεῷ Μαχανῖτιν ὀρθότατα ἔθεντο», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾱχᾱνᾱ, δωρ. τ. του μηχανή, + επίθημα -ῖτις (πρβλ. Ζεφυρίτις)].