μαχικός
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
μαχικός: -ή, -όν, = μαχητικός, πολεμικός, μαχικὴν διάθεσιν Τιμόθεος Γραμματικ. ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 266, 4.
μαχικός, -ή, -όν (Α)
μαχητικός, πολεμικός («μαχικὴν διάθεσιν», Τιμόθ. Μιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχ- του μάχομαι + κατάλ. -ικός].