μεγαληγορώ

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

(Α μεγαληγορῶ, -έω) μεγαλήγορος
λέγω μεγάλα λόγια, κομπάζω, καυχιέμαι
νεοελλ.
μεταχειρίζομαι στον λόγο μου στομφώδες ύφος
αρχ.
επαινώ, εγκωμιάζω («ἐπέστειλε τῇ τε συγκλήτῳ καὶ τῷ δήμῳ, τάς τε πράξεις μεγαληγορῶν», Ηρωδιαν.).