μεθοκόπος

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

ο
αυτός που διαρκώς πίνει και μεθάει, μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθη + -κόπος].