παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
μεθύζω (Μ)(συν. το μέσ.) μεθύζομαιμεθώ, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μεθύω κατά τα ρ. σε -ζω].