μεθύζω

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source

Greek Monolingual

μεθύζω (Μ)
(συν. το μέσ.) μεθύζομαι
μεθώ, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μεθύω κατά τα ρ. σε -ζω].