μειονότητα

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

η
1. πλήθος μικρότερο από το μισό ενός συνόλου
2. πολιτιστικά, εθνολογικά ή φυλετικά ευδιάκριτη ομάδα που ζει στους κόλπους μιας ευρύτερης κοινωνίας
3. φρ. «εθνική μειονότητα» — σύνολο ατόμων ξένης εθνικότητας που αποτελούν μικρό ποσοστό του πληθυσμού μιας χώρας ή επικράτειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείων, μείονος + κατάλ. -ότητα. Η λ., στον λόγιο τ. μειονότης, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].