μελίφωνος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

German (Pape)

[Seite 125] süß, angenehm tönend; Sappho, Antp. Sid. 46 (IX, 66); Philostr. imagg. 2, 1.

Russian (Dvoretsky)

μελίφωνος: (ῐ) сладкозвучный, певучий (Σαπφώ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖαν ὡς τὸ μέλι φωνήν· πρβλ. μελιχόφωνος.

Greek Monolingual

μελίφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή σαν το μέλι, γλυκύφωνος.