μελανοτειχής
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
German (Pape)
[Seite 120] ές, v. l. für μελαντειχής.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοτειχής: ἴδε ἐν λέξ. μελαντειχής.