μελανοτειχής

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

German (Pape)

[Seite 120] ές, v. l. für μελαντειχής.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοτειχής: ἴδε ἐν λέξ. μελαντειχής.