μελανοτροπίνη

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

η
ιατρ. περιπληπτική ονομασία τών ορμονών του διάμεσου λοβού της υπόφυσης οι οποίες αυξάνουν τη σύνθεση μελανίνης, διαστέλλουν τα μελανοκύτταρα και κατανέμουν τη μελαγχρωστική ρυθμίζοντας τη χροιά του δέρματος.