μελανοτροπίνη
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
η
ιατρ. περιπληπτική ονομασία τών ορμονών του διάμεσου λοβού της υπόφυσης οι οποίες αυξάνουν τη σύνθεση μελανίνης, διαστέλλουν τα μελανοκύτταρα και κατανέμουν τη μελαγχρωστική ρυθμίζοντας τη χροιά του δέρματος.