μεμένηκα

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de μένω.

Greek Monotonic

μεμένηκα: παρακ. του μένω.

Russian (Dvoretsky)

μεμένηκα: Dem. pf. к μένω.