μεσαστέρι

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

μεσαστέρι, τὸ (Μ)
διακοσμητικό άστρο στο μέσο επιφάνειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ἀστέρι].