μεσιανός

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75

Greek Monolingual

και μεσανός, -ή, -ό (Μ μεσιανός, -ή, -όν)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο άλλων, ο μεσαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + -(ι)ανός)].