μεσιανός
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
και μεσανός, -ή, -ό (Μ μεσιανός, -ή, -όν)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο άλλων, ο μεσαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + -(ι)ανός)].