μεταγεννώ

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source

Greek Monolingual

μεταγεννῶ, -άω (Α, Μ μέσ. μεταγεννοῦμαι)
μέσ. μεταγεννῶμαι και μεταγεννοῦμαι
ξαναγεννιέμαι
μσν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι
αρχ.
δίνω νέα ζωή σε κάτι, ξανανιώνω, αναγεννώ, αναζωογονώ κάτι («μεταποιεῖ καὶ μεταγεννᾷ τὰς ψυχάς», Ιώσ.).