μεταδημότης

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

ο
δημότης που μετεγγράφεται στα μητρώα άλλου δήμου ή άλλης κοινότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δημότης (< δήμος), πρβλ. ετεροδημότης.