ετεροδημότης

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. ετεροδημότις και ετεροδημότισσα, η)
αυτός που δεν ανήκει στον δήμο όπου συνήθως διαμένει αλλά σε άλλον, αυτός που ασκεί τα εκλογικά του δικαιώματα σε άλλο δήμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + δημότης (< δήμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].