μετακάνω

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284

Greek Monolingual

και ματακάνω (Μ μετακά[μ]νω και ματακά[μ]νω)
1. κάνω κάτι εκ νέου, ξανακάνω
2. (ειδικά) ξαναχτίζω
μσν.
μεταβάλλω εκ νέου.