μετακάρπιος
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μετακάρπιος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το μετακάρπιο(ν)
το τμήμα του σκελετού του χεριού που βρίσκεται μεταξύ του καρπού και τών δακτύλων
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται μεταξύ του καρπού και τών δακτύλων του χεριού («μετακάρπια οστά» — πέντε οστά που αρθρώνονται κεντρικά με τα οστά του δεύτερου στοίχου του καρπού και περιφερειακά με τις φάλαγγες και αποτελούν το μετακάρπιο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κάρπιος (< καρπός), πρβλ. υποκάρπιος].