μεταλλουργείο
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
το (Α μεταλλουργεῖον) μεταλλουργός
νεοελλ.
εργοστάσιο όπου γίνεται η εξαγωγή τών μεταλλευμάτων από τα ορυκτά και η κατεργασία τών μετάλλων
αρχ.
μεταλλείο, ορυχείο.