μεταστατέον
From LSJ
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
English (LSJ)
one must alter, Isoc. 5.132.
Russian (Dvoretsky)
μεταστᾰτέον: adj. verb. к μεθίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθ., τοῦ μεθίστημι, δεῖ μεθιστάναι, Ἰσοκρ. 109Β.
Greek Monotonic
μεταστᾰτέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να τροποποιηθεί, σε Ισοκρ.