μετατάρσιο

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

το
ανατ. το μέρος του ποδιού που βρίσκεται μεταξύ τών δακτύλων και του ταρσού και αποτελείται από πέντε μικρά οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μετατάρσιος].