μετεξέταση

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

η
η εκ νέου εξέταση μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος, επανεξέταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εξέταση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ιω. Αργυριάδη].