μετεωροφανής

English (LSJ)

μετεωροφανές, appearing in the air, Ph.Byz.Mir.6.

German (Pape)

[Seite 160] ές, hoch in der Luft erscheinend, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ἐν τῷ ἀέρι, ὑψηλά, Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 6.

Greek Monolingual

μετεωροφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται ψηλά στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -φανής (< φαίνω), πρβλ. δημοφανής, τηλεφανής].