μηλοκύδωνο

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

και μηλοκυδώνι, το (ΑΜ μηλοκυδώνιον)
το κυδώνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κυδώνι(ον)].