μηλολόνθιον

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

German (Pape)

[Seite 173] τό, dim. zu Vorigem, Schol. Ar. Vesp. 1341.

Greek Monolingual

μηλολόνθιον, τὸ (Α) μηλολόνθη
υποκορ. του μηλολόνθη.