μηλομάγουλο

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

το
το μήλο της παρειάς, δηλ. το κυρτότερο και πιο εξογκωμένο μέρος της παρειάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλο + μάγουλο].