μητρόθεος

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, die Mutter Gottes, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόθεος: ἡ, μήτηρ Θεοῦ, θεομήτωρ, = θεοτόκος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

μητρόθεος, ἡ (ΑΜ)
θεομήτωρ, Θεοτόκος, η Παναγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + Θεός].