μηχανομάντευμαν

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

μηχανομάντευμαν, τὸ (Μ)
δόλια και σατανική προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + μάντευμα.